- σελιδοθέτης
- ο полигр, верстатка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σελιδοθέτης — ο, Ν ειδική μεταλλική πλάκα την οποία χρησιμοποιούν στην τυπογραφία για την τοποθέτηση και μεταφορά τής στοιχειοθετούμενης σελίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + θέτης (< τίθημι), πρβλ. βιβλιο θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Φέρμπο] … Dictionary of Greek
σελιδοθέτης — ο ορθογώνια μεταλλική πλάκα για την τοποθέτηση των τυπογραφικών στοιχείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)